ὠχριάω

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠχριάω Medium diacritics: ὠχριάω Low diacritics: ωχριάω Capitals: ΩΧΡΙΑΩ
Transliteration A: ōchriáō Transliteration B: ōchriaō Transliteration C: ochriao Beta Code: w)xria/w

English (LSJ)

= ὠχράω, to be pallid, Ar.Nu.103, Ra.307, Com.Adesp.342; ὠχριηκώς Hp.Ep.17; ὠχριήσας Babr.92.8; opp. ἐρυθριάω, ἐρυθραίνομαι, Arist.Cat.9b31, EN1128b14; of wine, Plu.2.692e.

French (Bailly abrégé)

ὠχριῶ :
f. ὠχριάσω, ao. ὠχρίησα, pf. ὠχρίακα;
devenir ou être jaune ou pâle.
Étymologie: ὠχρός.

German (Pape)

blaß, bleich werden, sein, erblassen, erbleichen; Soph. frg. 115; Ar. Nub. 104 und öfter; Hippocr. und Sp.; ὠχριήσας Babr. 42.8; Gegensatz ἐρυθριᾶν Plut. Cat. mai. 9; bei Apoll. Lex. Hom. Erkl. des homerischen ὠχράω.

Russian (Dvoretsky)

ὠχριάω: становиться изжелта-бледным, бледнеть или быть бледным (διὰ τὸ φοβηθῆναι Arst.): οἱ ὠχριῶντες Arph., Plut. бледнолицые люди.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχριάω: ὠχράω, γίνομαι ἢ φαίνομαι ὠχρός, χλωμιάζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 103, Βάτρ. 307, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 115· ὠχριήσας Βάβρ. 92. 8· ἀντίθετον τῷ ἐρυθριάω, ἐρυθραίνομαι, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 15, Ἠθ. Νικ. 4. 9, 2· - ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 692Ε. -Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 80.

Greek Monotonic

ὠχριάω: = ὠχράω, γίνομαι ωχρός, σε Αριστοφ., Αριστ.

Middle Liddell

ὠχριάω, [from ὠχρός = ὠχράω
to be pallid, Ar., Arist.