3,277,048
edits
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στόνυξ''': -ῠχος, ὁ, πᾶσα [[ὀξεῖα]] [[ἄκρα]], [[οἷον]] ὀξὺ [[ἄκρον]] βράχου, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου Εὐρ. Κύκλ. 401· πετραίῳ στόνυχι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1679· νησιωτικὸς στ., Πάχυνος Λυκόφρ. 1181· Οὐταῖος στ., ὁ [[χαυλιόδους]] ἀγριοχοίρου, Λυκόφρ. 486· [[λοίγιος]] στ., τὸ [[κέντρον]] τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου [[τρυγών]], ὁ αὐτ. 795· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴου σαρκοβόρου καὶ ἁρπακτικοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 232· κονδυλομάχαιρον, τοὺς συλόνυχας στόνυχας Ἀνθ. Π. 6. 307. - Πρβλ. σπόρθυγξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόνυχες· τὰ εἰς ὀξὺ λήγουσα, καὶ τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀνύχων», καὶ «στόνυξι· κέρασι». | |lstext='''στόνυξ''': -ῠχος, ὁ, πᾶσα [[ὀξεῖα]] [[ἄκρα]], [[οἷον]] ὀξὺ [[ἄκρον]] βράχου, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου Εὐρ. Κύκλ. 401· πετραίῳ στόνυχι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1679· νησιωτικὸς στ., Πάχυνος Λυκόφρ. 1181· Οὐταῖος στ., ὁ [[χαυλιόδους]] ἀγριοχοίρου, Λυκόφρ. 486· [[λοίγιος]] στ., τὸ [[κέντρον]] τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου [[τρυγών]], ὁ αὐτ. 795· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴου σαρκοβόρου καὶ ἁρπακτικοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 232· κονδυλομάχαιρον, τοὺς συλόνυχας στόνυχας Ἀνθ. Π. 6. 307. - Πρβλ. σπόρθυγξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόνυχες· τὰ εἰς ὀξὺ λήγουσα, καὶ τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀνύχων», καὶ «στόνυξι· κέρασι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υχος (ὁ) :<br /><b>1</b> extrémité des ongles <i>ou</i> des griffes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pointe <i>ou</i> tranchant <i>en gén.</i> d’une pierre, d’un rocher ; <i>particul.</i> [[οἱ]] στόνυχες ciseaux.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]], [[ὄνυξ]]. | |||
}} | }} |