Anonymous

στόνυξ: Difference between revisions

From LSJ
1,073 bytes added ,  29 September 2017
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=υχος (ὁ) :<br /><b>1</b> extrémité des ongles <i>ou</i> des griffes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pointe <i>ou</i> tranchant <i>en gén.</i> d’une pierre, d’un rocher ; <i>particul.</i> [[οἱ]] στόνυχες ciseaux.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]], [[ὄνυξ]].
|btext=υχος (ὁ) :<br /><b>1</b> extrémité des ongles <i>ou</i> des griffes;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pointe <i>ou</i> tranchant <i>en gén.</i> d’une pierre, d’un rocher ; <i>particul.</i> [[οἱ]] στόνυχες ciseaux.<br />'''Étymologie:''' [[στενός]], [[ὄνυξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-υχος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> οξύ [[άκρο]] βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> κοφτερό [[ψαλιδάκι]] για τα νύχια<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ στόνυχες</i><br />τα γαμψά, [[δυνατά]] νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Οἰταῑος [[στόνυξ]]» — ο [[χαυλιόδοντας]] του αγριογούρουνου<br />β) «[[λοίγιος]] [[στόνυξ]]» — το [[κεντρί]] του ψαριού [[τρυγών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τη λ. [[ὄνυξ]], -<i>υχος</i> «[[νύχι]]» και έναν τ. που ανήκει στην [[οικογένεια]] τών [[στάχυς]] και [[στόχος]]].
}}
}}