3,270,341
edits
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χέννιον''': τό, [[εἶδος]] μικροῦ ὀρτυγίου ταριχευομένου καὶ ἐσθιομένου ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων, Ἵππαρχ. παρ’ Ἀθη. 393C, Ἀνθ. Παλατ. 9. 377. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χεννίον (παροξυτ.)· ὀρνιθάριόν τι κατ’ Αἴγυπτον ταριχευόμενον, καὶ [[εἶδος]] ἰχθύος». | |lstext='''χέννιον''': τό, [[εἶδος]] μικροῦ ὀρτυγίου ταριχευομένου καὶ ἐσθιομένου ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων, Ἵππαρχ. παρ’ Ἀθη. 393C, Ἀνθ. Παλατ. 9. 377. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χεννίον (παροξυτ.)· ὀρνιθάριόν τι κατ’ Αἴγυπτον ταριχευόμενον, καὶ [[εἶδος]] ἰχθύος». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />sorte de caille, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |||
}} | }} |