ὑλάω: Difference between revisions

308 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλάω''': [ῠ], ῥιζικὸς [[τύπος]] τοῦ ὑλακτέω, ἐν χρήσει μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ὑλακτῶ, «γαυγύζω», ἐπὶ κυνῶν, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Ὀδ. Π. 9· [[κύων]]... ἄνδρ’ ἀγνοιήσασ’ ὑλάει Υ. 15· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύνες οὐχ ὑλάοντο Π. 162. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου, βοῶ, φωνάζω, ἢ [[μάτην]] ὑλῶ ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμ. ἀντὶ ὑλακτῶ) Σοφ. Ἀποσπ. 58. ΙΙ. μεταβ., «γαυγύζω» [[ἐναντίον]] τινός, τινα Ὀδ. Π. 5, Θεόκρ. 25, 70. (Κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. Λατ. ululo, Ἀγγλ. howl, κτλ.).
|lstext='''ὑλάω''': [ῠ], ῥιζικὸς [[τύπος]] τοῦ ὑλακτέω, ἐν χρήσει μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., ὑλακτῶ, «γαυγύζω», ἐπὶ κυνῶν, κύνες οὐχ ὑλάουσιν, ἀλλὰ περισσαίνουσι Ὀδ. Π. 9· [[κύων]]... ἄνδρ’ ἀγνοιήσασ’ ὑλάει Υ. 15· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κύνες οὐχ ὑλάοντο Π. 162. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου, βοῶ, φωνάζω, ἢ [[μάτην]] ὑλῶ ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμ. ἀντὶ ὑλακτῶ) Σοφ. Ἀποσπ. 58. ΙΙ. μεταβ., «γαυγύζω» [[ἐναντίον]] τινός, τινα Ὀδ. Π. 5, Θεόκρ. 25, 70. (Κατ’ ὀνοματοπ., πρβλ. Λατ. ululo, Ἀγγλ. howl, κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf. épq. sans contr.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> aboyer;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> aboyer après, poursuivre de ses aboiements, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑλάομαι-ῶμαι aboyer.<br />'''Étymologie:''' onomatopée, cf. <i>lat.</i> ululo.
}}
}}