τροπικός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροπικός''': -ή, -όν, ([[τροπή]]) ὁ ἀνήκων εἰς τάς τροπάς, εἰς τὰ ἡλιοστάσια, ὁ τροπικὸς (ἐξυπακ. [[κύκλος]]), τὸ ἡλιοστάσιον σεσημειωμένον ἐπὶ τῆς σφαίρας, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 890Ε, 898Β· οἱ τροπικοὶ (ἐξυπακ. κύκλοι) Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 7. 13, 1. 8, 15, κ. ἀλλ., πρβλ. Πλούτ. 2. 429F, Ἄρατ. 528· τῶν ζῳδίων τὰ μὲν τροπικά, τινὰ δὲ στερεὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 6, Μανέθων, κλπ. 2) ἐπὶ χρόνου, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἡλιοστάσιον, ἢ ὁ κατὰ τὸ ἡλιοστάσιον γινόμενος ἢ ὤν, αἱ τροπ. ἡμέραι, οἱ τρ., μῆνες Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13, 2., 6. 1, 2. 3) ἡ τροπική, παρὰ τοῖς Βυζ., [[μέρος]] οἰκοδομήματος, [[ἴσως]] ἡ ἁψίς. ΙΙ. κεκλιμένος, [[πρός]] τι Ἀντιγ. Καρυστ. Ἱστ. Παραδόξων Συναγωγὴ 127. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[σχῆμα]] [[τρόπος]], [[ὅπερ]] ἐστὶ [[λόγος]] κατὰ παρατροπὴν τοῦ κυρίου λεγόμενος, [[μεταφορικός]], [[ἀλληγορικός]], [[καταχρηστικός]], [[περιφραστικός]], τρ. [[λέξις]], εἰκονικὴ [[ἔκφρασις]], Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 2, κλπ.· τὰ τροπικά, τρόποι, Λογγῖν. 32. - Ἐπίρρ. -κῶς, μεταφορικῶς, Σοφοκλῆς τῷ τοῦ δένδρου ὀνόματι τρ. τὸν καρπὸν ἐκάλεσεν Ἀθήν. 76C. 2) ἐν τῇ Λογικῇ τῶν Στωϊκῶν, τροπικόν, = συνημμένον [[ἀξίωμα]], ἴδε [[συνάπτω]] ΙΙΙ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 29, 40, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 79.
|lstext='''τροπικός''': -ή, -όν, ([[τροπή]]) ὁ ἀνήκων εἰς τάς τροπάς, εἰς τὰ ἡλιοστάσια, ὁ τροπικὸς (ἐξυπακ. [[κύκλος]]), τὸ ἡλιοστάσιον σεσημειωμένον ἐπὶ τῆς σφαίρας, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 890Ε, 898Β· οἱ τροπικοὶ (ἐξυπακ. κύκλοι) Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 7. 13, 1. 8, 15, κ. ἀλλ., πρβλ. Πλούτ. 2. 429F, Ἄρατ. 528· τῶν ζῳδίων τὰ μὲν τροπικά, τινὰ δὲ στερεὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 6, Μανέθων, κλπ. 2) ἐπὶ χρόνου, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἡλιοστάσιον, ἢ ὁ κατὰ τὸ ἡλιοστάσιον γινόμενος ἢ ὤν, αἱ τροπ. ἡμέραι, οἱ τρ., μῆνες Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13, 2., 6. 1, 2. 3) ἡ τροπική, παρὰ τοῖς Βυζ., [[μέρος]] οἰκοδομήματος, [[ἴσως]] ἡ ἁψίς. ΙΙ. κεκλιμένος, [[πρός]] τι Ἀντιγ. Καρυστ. Ἱστ. Παραδόξων Συναγωγὴ 127. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ῥητορικῇ, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[σχῆμα]] [[τρόπος]], [[ὅπερ]] ἐστὶ [[λόγος]] κατὰ παρατροπὴν τοῦ κυρίου λεγόμενος, [[μεταφορικός]], [[ἀλληγορικός]], [[καταχρηστικός]], [[περιφραστικός]], τρ. [[λέξις]], εἰκονικὴ [[ἔκφρασις]], Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 2, κλπ.· τὰ τροπικά, τρόποι, Λογγῖν. 32. - Ἐπίρρ. -κῶς, μεταφορικῶς, Σοφοκλῆς τῷ τοῦ δένδρου ὀνόματι τρ. τὸν καρπὸν ἐκάλεσεν Ἀθήν. 76C. 2) ἐν τῇ Λογικῇ τῶν Στωϊκῶν, τροπικόν, = συνημμένον [[ἀξίωμα]], ἴδε [[συνάπτω]] ΙΙΙ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 29, 40, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 79.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le changement, <i>particul.</i> le changement de saison : τροπικὰ σημεῖα PLUT points des solstices.<br />'''Étymologie:''' [[τρόπος]].
}}
}}