ὑπερφύομαι: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι, αὐξάνομαι [[ὑπεράνω]] τινός, ηὐξάνετο (ὁ [[ἔρως]]) τῇ μελλήσει καὶ ὡς φυτὸν ἐν τῇ γῇ [[οὕτως]] [[ἔνδον]] τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Ἀρισταίν. 1. 6· τινι Γαλην. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτικ. πράγμ., ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Ἡρόδ. 6. 127, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 2· [[μετὰ]] γεν. προσ., Ἀριστείδ. 2. 151.
|lstext='''ὑπερφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι, αὐξάνομαι [[ὑπεράνω]] τινός, ηὐξάνετο (ὁ [[ἔρως]]) τῇ μελλήσει καὶ ὡς φυτὸν ἐν τῇ γῇ [[οὕτως]] [[ἔνδον]] τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Ἀρισταίν. 1. 6· τινι Γαλην. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτικ. πράγμ., ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Ἡρόδ. 6. 127, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 2· [[μετὰ]] γεν. προσ., Ἀριστείδ. 2. 151.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερφύσομαι, <i>ao.2</i> ὑπερέφυν, <i>etc.</i><br />naître <i>ou</i> croître au-dessus de ; <i>fig.</i> l’emporter sur : τινά τινι sur qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φύω]].
}}
}}