3,274,447
edits
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι, αὐξάνομαι [[ὑπεράνω]] τινός, ηὐξάνετο (ὁ [[ἔρως]]) τῇ μελλήσει καὶ ὡς φυτὸν ἐν τῇ γῇ [[οὕτως]] [[ἔνδον]] τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Ἀρισταίν. 1. 6· τινι Γαλην. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτικ. πράγμ., ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Ἡρόδ. 6. 127, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 2· [[μετὰ]] γεν. προσ., Ἀριστείδ. 2. 151. | |lstext='''ὑπερφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι, αὐξάνομαι [[ὑπεράνω]] τινός, ηὐξάνετο (ὁ [[ἔρως]]) τῇ μελλήσει καὶ ὡς φυτὸν ἐν τῇ γῇ [[οὕτως]] [[ἔνδον]] τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς Ἀρισταίν. 1. 6· τινι Γαλην. ΙΙ. μεταφορ., ὑπερτερῶ, [[ὑπερέχω]], μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτικ. πράγμ., ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύϊ Ἡρόδ. 6. 127, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 2· [[μετὰ]] γεν. προσ., Ἀριστείδ. 2. 151. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπερφύσομαι, <i>ao.2</i> ὑπερέφυν, <i>etc.</i><br />naître <i>ou</i> croître au-dessus de ; <i>fig.</i> l’emporter sur : τινά τινι sur qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φύω]]. | |||
}} | }} |