3,277,114
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλογίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, = [[φλέγω]], [[καίω]], [[καταφλέγω]], Σοφ. Φιλ. 1199, Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 3, κ. ἀλλ.)· [[καίω]] κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, «καψαλίζω», ἐκθέτω εἰς τὴν φλόγα. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1233· ― Παθ., φλογιζόμενον, φλεγόμενον (λυρ.), Σοφ. Τρ. 95· καταφλέγομαι, ἐξαφανίζομαι διὰ τοῦ [[πυρός]], Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 11· μεταφορ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἐπιστ. Ἰακώβ. Γ΄, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναδίδω φλόγας, πῦρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ Ἑβδ. (Ἐξοδ. Θ΄, 24). | |lstext='''φλογίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, = [[φλέγω]], [[καίω]], [[καταφλέγω]], Σοφ. Φιλ. 1199, Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 3, κ. ἀλλ.)· [[καίω]] κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, «καψαλίζω», ἐκθέτω εἰς τὴν φλόγα. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1233· ― Παθ., φλογιζόμενον, φλεγόμενον (λυρ.), Σοφ. Τρ. 95· καταφλέγομαι, ἐξαφανίζομαι διὰ τοῦ [[πυρός]], Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 11· μεταφορ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἐπιστ. Ἰακώβ. Γ΄, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναδίδω φλόγας, πῦρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ Ἑβδ. (Ἐξοδ. Θ΄, 24). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> φλογιῶ, <i>ao.</i> ἐφλόγισα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐφλογίσθην;<br /><b>1</b> enflammer ; <i>Pass.</i> être enflammé;<br /><b>2</b> consumer par la flamme.<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]]. | |||
}} | }} |