Anonymous

φλογίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλογίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, = [[φλέγω]], [[καίω]], [[καταφλέγω]], Σοφ. Φιλ. 1199, Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 3, κ. ἀλλ.)· [[καίω]] κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, «καψαλίζω», ἐκθέτω εἰς τὴν φλόγα. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1233· ― Παθ., φλογιζόμενον, φλεγόμενον (λυρ.), Σοφ. Τρ. 95· καταφλέγομαι, ἐξαφανίζομαι διὰ τοῦ [[πυρός]], Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 11· μεταφορ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἐπιστ. Ἰακώβ. Γ΄, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναδίδω φλόγας, πῦρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ Ἑβδ. (Ἐξοδ. Θ΄, 24).
|lstext='''φλογίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, = [[φλέγω]], [[καίω]], [[καταφλέγω]], Σοφ. Φιλ. 1199, Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 3, κ. ἀλλ.)· [[καίω]] κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, «καψαλίζω», ἐκθέτω εἰς τὴν φλόγα. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1233· ― Παθ., φλογιζόμενον, φλεγόμενον (λυρ.), Σοφ. Τρ. 95· καταφλέγομαι, ἐξαφανίζομαι διὰ τοῦ [[πυρός]], Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 11· μεταφορ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἐπιστ. Ἰακώβ. Γ΄, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναδίδω φλόγας, πῦρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ Ἑβδ. (Ἐξοδ. Θ΄, 24).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> φλογιῶ, <i>ao.</i> ἐφλόγισα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐφλογίσθην;<br /><b>1</b> enflammer ; <i>Pass.</i> être enflammé;<br /><b>2</b> consumer par la flamme.<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]].
}}
}}