ὕπαρνος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕπαρνος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν ἀμνὸν [[ὑποκάτω]], δηλ. θηλάζων ἀμνὸν ἢ (μεταφορ.) θηλάζων [[βρέφος]], Εὐρ. Ἀνδρ. 557, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 53, πρβλ. [[ὑπόρρηνος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὕπαρνος]] [[ποίμνη]]· ἄρνας ἔχουσα».
|lstext='''ὕπαρνος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν ἀμνὸν [[ὑποκάτω]], δηλ. θηλάζων ἀμνὸν ἢ (μεταφορ.) θηλάζων [[βρέφος]], Εὐρ. Ἀνδρ. 557, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 53, πρβλ. [[ὑπόρρηνος]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὕπαρνος]] [[ποίμνη]]· ἄρνας ἔχουσα».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui allaite un agneau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀρνός]]².
}}
}}