Anonymous

ὕπαρνος: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui allaite un agneau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀρνός]]².
|btext=ος, ον :<br />qui allaite un agneau.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀρνός]]².
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὕπαρνος:''' -ον, αυτός που έχει ένα [[αρνάκι]] από [[κάτω]] του, δηλ. αυτός που θηλάζει [[αρνάκι]] ή (μεταφ.) [[μωρό]], [[βρέφος]], σε Ευρ.
}}
}}