ὑπερθέω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερθέω''': μέλλ. -θεύσομαι πρβλ. [[ὑπερτρέχω]]. Τρέχω [[πέραν]] τινός, ὑπ. ἄκραν, ὑπερκάμπτω τὸ [[ἀκρωτήριον]], [[παροιμία]] ἐπὶ διαφυγῆς κινδύνου, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 562, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 232. 2) ὑπερτερῶ, [[ὑπερβαίνω]], [[ὑπερβάλλω]], τινὰ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 195· τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 648D.
|lstext='''ὑπερθέω''': μέλλ. -θεύσομαι πρβλ. [[ὑπερτρέχω]]. Τρέχω [[πέραν]] τινός, ὑπ. ἄκραν, ὑπερκάμπτω τὸ [[ἀκρωτήριον]], [[παροιμία]] ἐπὶ διαφυγῆς κινδύνου, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 562, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 232. 2) ὑπερτερῶ, [[ὑπερβαίνω]], [[ὑπερβάλλω]], τινὰ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 195· τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 648D.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> courir par-dessus <i>ou</i> au delà, franchir en courant, acc.;<br /><b>2</b> l’emporter sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[θέω]].
}}
}}