3,273,325
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερθέω''': μέλλ. -θεύσομαι πρβλ. [[ὑπερτρέχω]]. Τρέχω [[πέραν]] τινός, ὑπ. ἄκραν, ὑπερκάμπτω τὸ [[ἀκρωτήριον]], [[παροιμία]] ἐπὶ διαφυγῆς κινδύνου, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 562, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 232. 2) ὑπερτερῶ, [[ὑπερβαίνω]], [[ὑπερβάλλω]], τινὰ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 195· τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 648D. | |lstext='''ὑπερθέω''': μέλλ. -θεύσομαι πρβλ. [[ὑπερτρέχω]]. Τρέχω [[πέραν]] τινός, ὑπ. ἄκραν, ὑπερκάμπτω τὸ [[ἀκρωτήριον]], [[παροιμία]] ἐπὶ διαφυγῆς κινδύνου, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 562, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 232. 2) ὑπερτερῶ, [[ὑπερβαίνω]], [[ὑπερβάλλω]], τινὰ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 195· τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 648D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> courir par-dessus <i>ou</i> au delà, franchir en courant, acc.;<br /><b>2</b> l’emporter sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[θέω]]. | |||
}} | }} |