ὑπηρέτης: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπηρέτης''': -ου, ὁ, ([[ἐρέτης]]) [[κυρίως]], ὁ ὑπὸ ἄλλον ἐρέτην [[κωπηλάτης]], ὁ ὑπηρετῶν ἐν πλοίῳ, διεκρίνοντο δὲ οὗτοι ἀπὸ τῶν ναυτῶν καὶ τῶν ἐρετῶν (ἴδε ἐν λέξ. [[ὑπηρεσία]] ΙΙ), Böckh P. E. 1. 373· - [[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, ὑπό τινα διατελῶν καὶ ἐργαζόμενος [[ὑπὲρ]] [[αὐτοῦ]], [[ὑπηρέτης]], [[θεράπων]], βοηθός, [[διάκονος]], Λατ. appavilor, Ἡρόδ. 3. 63., 5. 111· δοῦλοι καὶ πάντες ὑπ. Πλάτ. Πολιτικ. 289C· ὑπ. τῆς πόλεως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄρχων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 552Β ἡ [[πόλις]] εἰς ὑπηρέτου [[σχῆμα]]... προελήλυθε Δημ. 690. 21· τῶν ἰατρῶν, τῶν δικαστῶν ὑπ. Πλάτ. Νόμ. 720Α, 873Β· - παρ’ Ἀττ. κεῖται εἰς δήλωσιν παντὸς εἴδους ὑπηρετικῆς σχέσεως, ὡς ὁ [[Ἑρμῆς]] καλεῖται ὑπ. θεῶν, Αἰσχύλ. Προμ. 954, πρβλ. 983· οἱ τῶν Δελφῶν κάτοικοι λέγονται Φοίβου ὑπηρέται Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 712· ὁ [[Νεοπτόλεμος]] [[ὑπηρέτης]] τοῦ Ὀδυσσέως, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 53· ὁ [[αὐλός]], [[ὑπηρέτης]] τοῦ χοροῦ Πρατίνας 1. 9· [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] δοτ., ὑπ. τῷ θεῷ Πλάτ. Νόμ. 773Ε· τοῖς νόμοις ὑπ. [[αὐτόθι]] 715C, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 4· [[ὡσαύτως]], οἱ περὶ τυράννους... ὑπ. Εὐρ. Τρῳ. 426· πρβλ. Ξεν. Ἀτομ. 2. 10, 3· - [[μετὰ]] γενικ. τοῦ ἀντικειμ., ὑπ. ἔργου, βοηθὸς ἐν ἔργῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 1. 9, 18. 2) ἐν Ἀθήναις, α) ὁ [[ὑπηρέτης]] παρακολουθῶν ἕκαστον ὁπλίτην καὶ φέρων τὴν ἀποσκευὴν [[αὐτοῦ]], τὰς τροφὰς καὶ τὴν ἀσπίδα, [[σκευοφόρος]], Θουκ. 3. 17· [[ἐνίοτε]] ἦσαν οὗτοι ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι ὡς σφενδονῆται καὶ τοξόται, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1186. β) ὁ τῶν [[ἕνδεκα]] ὑπ., ὁ βοηθὸς τῶν [[ἕνδεκα]] ὑπηρετῶν κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῆς ποινῆς τῶν πολιτικῶν καταδίκων, Πλάτ. Φαίδ. 116Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 54., 4. 8. γ) παρὰ Ξεν., ὑπηρέται καλοῦνται ἀξιωματικοί τινες ὑπὸ τὰς ἀμέσους διαταγὰς τοῦ στρατηγοῦ ἐνεργοῦντες ὡς ὑπασπισταὶ [[αὐτοῦ]] καὶ βοηθοί, Κύρου Παιδ. 2. 4, 4., 6. 2, 13, κλπ. 3) παρὰ τοῖς Ἐκκλ. = [[ὑποδιάκονος]].
|lstext='''ὑπηρέτης''': -ου, ὁ, ([[ἐρέτης]]) [[κυρίως]], ὁ ὑπὸ ἄλλον ἐρέτην [[κωπηλάτης]], ὁ ὑπηρετῶν ἐν πλοίῳ, διεκρίνοντο δὲ οὗτοι ἀπὸ τῶν ναυτῶν καὶ τῶν ἐρετῶν (ἴδε ἐν λέξ. [[ὑπηρεσία]] ΙΙ), Böckh P. E. 1. 373· - [[ἐντεῦθεν]], ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ὑποτεταγμένος εἴς τινα, ὑπό τινα διατελῶν καὶ ἐργαζόμενος [[ὑπὲρ]] [[αὐτοῦ]], [[ὑπηρέτης]], [[θεράπων]], βοηθός, [[διάκονος]], Λατ. appavilor, Ἡρόδ. 3. 63., 5. 111· δοῦλοι καὶ πάντες ὑπ. Πλάτ. Πολιτικ. 289C· ὑπ. τῆς πόλεως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄρχων, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 552Β ἡ [[πόλις]] εἰς ὑπηρέτου [[σχῆμα]]... προελήλυθε Δημ. 690. 21· τῶν ἰατρῶν, τῶν δικαστῶν ὑπ. Πλάτ. Νόμ. 720Α, 873Β· - παρ’ Ἀττ. κεῖται εἰς δήλωσιν παντὸς εἴδους ὑπηρετικῆς σχέσεως, ὡς ὁ [[Ἑρμῆς]] καλεῖται ὑπ. θεῶν, Αἰσχύλ. Προμ. 954, πρβλ. 983· οἱ τῶν Δελφῶν κάτοικοι λέγονται Φοίβου ὑπηρέται Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 712· ὁ [[Νεοπτόλεμος]] [[ὑπηρέτης]] τοῦ Ὀδυσσέως, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 53· ὁ [[αὐλός]], [[ὑπηρέτης]] τοῦ χοροῦ Πρατίνας 1. 9· [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] δοτ., ὑπ. τῷ θεῷ Πλάτ. Νόμ. 773Ε· τοῖς νόμοις ὑπ. [[αὐτόθι]] 715C, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 4· [[ὡσαύτως]], οἱ περὶ τυράννους... ὑπ. Εὐρ. Τρῳ. 426· πρβλ. Ξεν. Ἀτομ. 2. 10, 3· - [[μετὰ]] γενικ. τοῦ ἀντικειμ., ὑπ. ἔργου, βοηθὸς ἐν ἔργῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 1. 9, 18. 2) ἐν Ἀθήναις, α) ὁ [[ὑπηρέτης]] παρακολουθῶν ἕκαστον ὁπλίτην καὶ φέρων τὴν ἀποσκευὴν [[αὐτοῦ]], τὰς τροφὰς καὶ τὴν ἀσπίδα, [[σκευοφόρος]], Θουκ. 3. 17· [[ἐνίοτε]] ἦσαν οὗτοι ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι ὡς σφενδονῆται καὶ τοξόται, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1186. β) ὁ τῶν [[ἕνδεκα]] ὑπ., ὁ βοηθὸς τῶν [[ἕνδεκα]] ὑπηρετῶν κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῆς ποινῆς τῶν πολιτικῶν καταδίκων, Πλάτ. Φαίδ. 116Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 54., 4. 8. γ) παρὰ Ξεν., ὑπηρέται καλοῦνται ἀξιωματικοί τινες ὑπὸ τὰς ἀμέσους διαταγὰς τοῦ στρατηγοῦ ἐνεργοῦντες ὡς ὑπασπισταὶ [[αὐτοῦ]] καὶ βοηθοί, Κύρου Παιδ. 2. 4, 4., 6. 2, 13, κλπ. 3) παρὰ τοῖς Ἐκκλ. = [[ὑποδιάκονος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> rameur, matelot, tout homme d’équipage (autre que les soldats de marine) sous les ordres d’un chef <i>ou</i> patron;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> tout homme sous les ordres d’un autre, serviteur ; <i>p. anal.</i> [[ὑπηρέτης]] [[θεῶν]] ESCHL serviteur des dieux ; <i>particul. à Athènes</i> :<br /><b>1</b> serviteur <i>qui accompagnait l’hoplite en campagne et vaquait à ses menus soins, sorte d’</i>ordonnance de l’hoplite;<br /><b>2</b> exécuteur public <i>aux ordres des Onze, chargé de l’exécution des criminels d’État</i>;<br /><b>3</b> <i>au plur.</i> [[οἱ]] ὑπηρέται sorte d’aides de camp <i>ou</i> d’adjudants auprès du général.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐρέσσω]].
}}
}}