φλογερός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλογερός''': -ά, -όν, (φλὸξ) ὡς καὶ νῦν, ἐκπέμπων φλόγας, [[πυρώδης]], ἔχων [[χρῶμα]] [[φλογός]], [[σέλας]] Εὐρ. Ἑλ. 1126· αἰθὴρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 991· ἀκτῖνες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 126· ― μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 239., 9. 443.
|lstext='''φλογερός''': -ά, -όν, (φλὸξ) ὡς καὶ νῦν, ἐκπέμπων φλόγας, [[πυρώδης]], ἔχων [[χρῶμα]] [[φλογός]], [[σέλας]] Εὐρ. Ἑλ. 1126· αἰθὴρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 991· ἀκτῖνες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 126· ― μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 239., 9. 443.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />enflammé, ardent, resplendissant.<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]].
}}
}}