φλογερός

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογερός Medium diacritics: φλογερός Low diacritics: φλογερός Capitals: ΦΛΟΓΕΡΟΣ
Transliteration A: phlogerós Transliteration B: phlogeros Transliteration C: flogeros Beta Code: flogero/s

English (LSJ)

ά, όν, = φλόγεος (bright as fire, burning, inflamed, red), blazing, flaming, fiery-red, σέλας E. Hel. 1127 (lyr.) ; αἰθήρ Id. El. 991 (anap.) ; ἀκτῖνες ARh. 4.126 ; Comp. φλογερώτερον ἔγχος IG 14.2012.20 (Sulp. Max.) ; metaph of love, φ. πῦρ, ὀϊστός, AP 5.238 (Paul. Sil.), 9.443 (Id.).

German (Pape)

[Seite 1292] = φλόγεος, brennend, leuchtend, feuerrot; σέλας Eur. Hel. 1136; αἰθήρ El. 991; ἄστρον Anacr. 59, 36.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
enflammé, ardent, resplendissant.
Étymologie: φλόξ.

Russian (Dvoretsky)

φλογερός: Anacr., Eur., Anth. = φλόγεος.

Greek (Liddell-Scott)

φλογερός: -ά, -όν, (φλὸξ) ὡς καὶ νῦν, ἐκπέμπων φλόγας, πυρώδης, ἔχων χρῶμα φλογός, σέλας Εὐρ. Ἑλ. 1126· αἰθὴρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 991· ἀκτῖνες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 126· ― μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 239., 9. 443.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φλογερός, -ά, -όν, ΝΑ
1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῖνες», Απολλ. Ρόδ.)
2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη φλογεροῖο πυρὸς μένος», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει το χρώμα της φλόγας, ερυθρός
2. αυτός που εκπέμπει λάμψη ή φως («φλογερὸν ἄστρον», Ανακρ.).
επίρρ...
φλογερώς και φλογερά Ν
1. με φλογερό τρόπο
2. μτφ. περιπαθώς, διακαώς («αγαπάει φλογερά τη μνηστή του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφερός)].

Greek Monotonic

φλογερός: -ά, -όν, αυτός που εκπέμπει φλόγες, φλογερός, κόκκινος, σε Ευρ.

Middle Liddell

φλογερός, ή, όν φλόξ
flaming, fiery-red, Eur.