ψαφαρός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψᾰφᾰρός''': -ά, -όν, Ἰων. [[ψαφερός]], ή, όν, Ἱππ. [[ἔνθα]] κατωτ.· (ἴδε ψάω)· - ὁ εὐκόλως εἰς κόνιν μεταβαλλόμενος, [[εὔθρυπτος]], [[ἀραιός]], κοκκώδης, σποδὸς Αἰσχύλου Θήβ. 323· κονίη Ἀνθ. Παλατ. 7. 315· [[συχνάκις]] ἐπὶ ἐδάφους, [[ἀμμώδης]], λεπτόγεως καὶ ψ. [[χώρα]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 11· ἀντίθετον τῷ ἀγαθή, [[αὐτόθι]] 8. 9, 1· ἡ ψαφαρή, ἡ [[ἀμμώδης]] παραλία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅλς, Ἀνθ. Παλατ. 12. 145. 2) ὁ ἀραιὸς τὴν σύστασιν, [[χαῦνος]], [[μαλακός]], ἐπὶ τῶν ἀδένων, τοῦ ἐγκεφάλου, Ἱππ. 270. 33., 272. 18· τὸ ψαθαρόν, ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἁπαλόν, ἐν Πλάτ. Κωμικ. «Ποιητῇ» 9 (Α. Β. 116, 24)· διαχωρήματα ψ., [[ἀραιά]], [[ὑγρά]], οὐχὶ συμπαγῆ, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 218. 3) ἐπὶ ὑγρῶν, [[ἀραιός]], [[ὑδατώδης]], Λατ. tenuis, ἀντίθετον τῷ [[γλίσχρος]]· [[νάρδος]] Ἀνθ. Παλατ. 6. 231. 4) ἐπὶ οἴνου, τραχὺς τὴν γεῦσιν, [[στυφός]], ὅτε συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[ἀλιπής]], Γαλην. παρ’ Ἀθην. 26D, Πλίν. 14. 8, 3· πρβλ. [[ψαθυρός]], 5) ἐπὶ ὄφεως, χροιῇ δ’ ἐν ψαφαρῇ, λευκῇ ἢ αὐχμηρᾷ, Λατιν. Squalidus, Νικ. Θηρ. 262. - Πρβλ. [[ψαθυρός]] ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. ψαφαρῶς, Κοσμ. Ἱεροσ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 38, σ. 446.
|lstext='''ψᾰφᾰρός''': -ά, -όν, Ἰων. [[ψαφερός]], ή, όν, Ἱππ. [[ἔνθα]] κατωτ.· (ἴδε ψάω)· - ὁ εὐκόλως εἰς κόνιν μεταβαλλόμενος, [[εὔθρυπτος]], [[ἀραιός]], κοκκώδης, σποδὸς Αἰσχύλου Θήβ. 323· κονίη Ἀνθ. Παλατ. 7. 315· [[συχνάκις]] ἐπὶ ἐδάφους, [[ἀμμώδης]], λεπτόγεως καὶ ψ. [[χώρα]] Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 11· ἀντίθετον τῷ ἀγαθή, [[αὐτόθι]] 8. 9, 1· ἡ ψαφαρή, ἡ [[ἀμμώδης]] παραλία, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅλς, Ἀνθ. Παλατ. 12. 145. 2) ὁ ἀραιὸς τὴν σύστασιν, [[χαῦνος]], [[μαλακός]], ἐπὶ τῶν ἀδένων, τοῦ ἐγκεφάλου, Ἱππ. 270. 33., 272. 18· τὸ ψαθαρόν, ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἁπαλόν, ἐν Πλάτ. Κωμικ. «Ποιητῇ» 9 (Α. Β. 116, 24)· διαχωρήματα ψ., [[ἀραιά]], [[ὑγρά]], οὐχὶ συμπαγῆ, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 218. 3) ἐπὶ ὑγρῶν, [[ἀραιός]], [[ὑδατώδης]], Λατ. tenuis, ἀντίθετον τῷ [[γλίσχρος]]· [[νάρδος]] Ἀνθ. Παλατ. 6. 231. 4) ἐπὶ οἴνου, τραχὺς τὴν γεῦσιν, [[στυφός]], ὅτε συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[ἀλιπής]], Γαλην. παρ’ Ἀθην. 26D, Πλίν. 14. 8, 3· πρβλ. [[ψαθυρός]], 5) ἐπὶ ὄφεως, χροιῇ δ’ ἐν ψαφαρῇ, λευκῇ ἢ αὐχμηρᾷ, Λατιν. Squalidus, Νικ. Θηρ. 262. - Πρβλ. [[ψαθυρός]] ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. ψαφαρῶς, Κοσμ. Ἱεροσ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 38, σ. 446.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />qui s’émiette <i>ou</i> se désagrège par le frottement ; sec, desséché.<br />'''Étymologie:''' p. *ψαϜερός de [[ψαύω]] p. *ψάϜω, v. [[ψάω]].
}}
}}