φυσιόω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠσιόω''': ([[φύσις]]) διαθέτω τινὰ κατὰ φύσιν, μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ ἔχειν ὡς πρὸς συνήθη Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. 219. ― Παθ., πεφυσιωμένος, η, ον, ὁ γενόμενος [[φυσικός]], Ἀριστ. Κατηγ. 8. 3, πρβλ. Κλήμ. Ἀλεξ. 859.
|lstext='''φῠσιόω''': ([[φύσις]]) διαθέτω τινὰ κατὰ φύσιν, μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς πρὸς αὐτὰ ἔχειν ὡς πρὸς συνήθη Σιμπλίκ. εἰς Ἐπίκτ. 219. ― Παθ., πεφυσιωμένος, η, ον, ὁ γενόμενος [[φυσικός]], Ἀριστ. Κατηγ. 8. 3, πρβλ. Κλήμ. Ἀλεξ. 859.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br />rendre naturellement apte, disposer naturellement.<br />'''Étymologie:''' [[φύσις]].<br /><span class="bld">2</span>-ῶ :<br />enfler d’orgueil, de vanité.<br />'''Étymologie:''' [[φῦσα]].
}}
}}