ὠτακουστής: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠτᾰκουστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠτακουστῶν, προσπαθῶν κρυφίως νὰ ἀκούσῃ τι, [[κατάσκοπος]], οἷος ὁ ὑπὸ τῶν τυράννων χρησιμοποιούμενος ἵνα ὠτακουστῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 7, περὶ Κόσμου 6, 9, Πολύβ. 16. 37, 1, Πλούτ. 2. 522F.
|lstext='''ὠτᾰκουστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠτακουστῶν, προσπαθῶν κρυφίως νὰ ἀκούσῃ τι, [[κατάσκοπος]], οἷος ὁ ὑπὸ τῶν τυράννων χρησιμοποιούμενος ἵνα ὠτακουστῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 7, περὶ Κόσμου 6, 9, Πολύβ. 16. 37, 1, Πλούτ. 2. 522F.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui est aux écoutes, espion.<br />'''Étymologie:''' [[οὖς]], [[ἀκούω]].
}}
}}