ἀπάλαλκε: Difference between revisions

Autenrieth
(6_5)
(Autenrieth)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπάλαλκε''': γʹ ἑν. εὐκτ. ἀορ. βʹ ἀπαλάλκοι, ([[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἴδε [[ἄλαλκε]] καὶ πρβλ. [[ἀπαλέξω]]): ‒ [[ἀποδιώκω]], ἀπωθῶ τινα ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, τί τινος: ‒ ὡς οὐκ ἔσθ᾿ ὅς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι «οὐ γάρ ἐστιν [[ὅστις]] ἀποσοβήσειε καὶ ἀποδιώξειε τῆς σῆς γε κεφαλῆς τοὺς κύνας» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Χ. 348, πρβλ. Ὀδ. Δ. 766· νόσους Πινδ. Ο. 8. 112: Ὁ Θεόκρ. 28. 20 ἔχει ἀπαρέμφ. ἀπαλαλκέμεν.
|lstext='''ἀπάλαλκε''': γʹ ἑν. εὐκτ. ἀορ. βʹ ἀπαλάλκοι, ([[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἴδε [[ἄλαλκε]] καὶ πρβλ. [[ἀπαλέξω]]): ‒ [[ἀποδιώκω]], ἀπωθῶ τινα ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, τί τινος: ‒ ὡς οὐκ ἔσθ᾿ ὅς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι «οὐ γάρ ἐστιν [[ὅστις]] ἀποσοβήσειε καὶ ἀποδιώξειε τῆς σῆς γε κεφαλῆς τοὺς κύνας» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Χ. 348, πρβλ. Ὀδ. Δ. 766· νόσους Πινδ. Ο. 8. 112: Ὁ Θεόκρ. 28. 20 ἔχει ἀπαρέμφ. ἀπαλαλκέμεν.
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[ἀπαλέξω]].
}}
}}