ἀπάλαλκε

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάλαλκε Medium diacritics: ἀπάλαλκε Low diacritics: απάλαλκε Capitals: ΑΠΑΛΑΛΚΕ
Transliteration A: apálalke Transliteration B: apalalke Transliteration C: apalalke Beta Code: a)pa/lalke

English (LSJ)

[πᾰ], 3sg. aor. 2, opt. ἀπαλάλκοι: (with no pres., v. ἄλαλκε and cf. ἀπαλέξω):—ward off, keep off something from one, τί τινος Il.22.348, cf. Od.4.766; νόσους Pi.O.8.85: later inf. ἀπαλαλκέμεν Theoc.28.20: 2sg. ἀπάλαλκες Q.S.5.215.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. rad. sin pres.; inf. ἀπαλάλκεμεν Theoc.28.20]
apartar, alejar c. ac. compl. dir. y gen. separat. σῆς γε κύνας κεφαλῆς Il.22.348, πῦρ νηῶν Q.S.5.215, sólo c. ac. μνηστῆρας Od.4.766, νόσους Pi.O.8.85, cf. Theoc.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάλαλκε: γʹ ἑν. εὐκτ. ἀορ. βʹ ἀπαλάλκοι, (ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἴδε ἄλαλκε καὶ πρβλ. ἀπαλέξω): ‒ ἀποδιώκω, ἀπωθῶ τινα ἀπό τινος, ἀπομακρύνω, τί τινος: ‒ ὡς οὐκ ἔσθ᾿ ὅς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι «οὐ γάρ ἐστιν ὅστις ἀποσοβήσειε καὶ ἀποδιώξειε τῆς σῆς γε κεφαλῆς τοὺς κύνας» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Χ. 348, πρβλ. Ὀδ. Δ. 766· νόσους Πινδ. Ο. 8. 112: Ὁ Θεόκρ. 28. 20 ἔχει ἀπαρέμφ. ἀπαλαλκέμεν.

English (Autenrieth)

see ἀπαλέξω.

Greek Monotonic

ἀπάλαλκε: [πᾰ], γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ ἀπαλάλκοι (χωρίς ενεστ. σε χρήση, βλ. ἄλαλκεαπωθώ, αποκρούω, αποδιώχνω, απομακρύνω κάτι από κάποιον, τί τινος, σε Όμηρ.· Επικ. απαρ. ἀπαλαλκέμεν, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[aor2 with no pres. in use, v. ἄλαλκε
to ward off something from one, τί τινος Hom.; epic inf. ἀπαλαλκέμεν, Theocr.