νεηκής: Difference between revisions

Autenrieth
(6_7)
 
(Autenrieth)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεηκής''': -ές, (ἀκή) ὁ νεωστὶ ἀκονηθείς, Ἰλ. Ν. 391, Π. 484· Δωρ. νεᾱκής, Ἡσύχ. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Spitzn εἰς Ἰλ. Ζ. 77.
|lstext='''νεηκής''': -ές, (ἀκή) ὁ νεωστὶ ἀκονηθείς, Ἰλ. Ν. 391, Π. 484· Δωρ. νεᾱκής, Ἡσύχ. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Spitzn εἰς Ἰλ. Ζ. 77.
}}
{{Autenrieth
|auten=ές ([[ἀκή]]): [[freshly]] [[whetted]], Il. 13.391 and Il. 16.484.
}}
}}