Anonymous

νεηκής: Difference between revisions

From LSJ
5
(Autenrieth)
(5)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές ([[ἀκή]]): [[freshly]] [[whetted]], Il. 13.391 and Il. 16.484.
|auten=ές ([[ἀκή]]): [[freshly]] [[whetted]], Il. 13.391 and Il. 16.484.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεηκής:''' -ές ([[ἀκή]]), αυτός που έχει πρόσφατα ακονιστεί ή τροχιστεί ώστε να γίνει οξύτερος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}