γαληνίζω: Difference between revisions

big3_9
(6_20)
(big3_9)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαληνίζω''': ποιῶ γαλήνιον, [[καθησυχάζω]], [[κατασιγάζω]]· ἰδίως τὰ κύματα ἢ τοὺς ἀνέμους, Ἱππ. 369. 54, Εὐρ. Ἀδήλ. 47. 2) ἀμετάβ., εἶμαι [[γαλήνιος]], [[ἥσυχος]], Ἄλεξ. Παρασ. 1 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke)· τὸ γαληνίζον τῆς θαλάττης Ἀριστ. Προβλ. 23. 41·― οὕτω παρ᾽ Ἰατρ. Ξενοκρ. Matthaei σ. 22.
|lstext='''γαληνίζω''': ποιῶ γαλήνιον, [[καθησυχάζω]], [[κατασιγάζω]]· ἰδίως τὰ κύματα ἢ τοὺς ἀνέμους, Ἱππ. 369. 54, Εὐρ. Ἀδήλ. 47. 2) ἀμετάβ., εἶμαι [[γαλήνιος]], [[ἥσυχος]], Ἄλεξ. Παρασ. 1 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke)· τὸ γαληνίζον τῆς θαλάττης Ἀριστ. Προβλ. 23. 41·― οὕτω παρ᾽ Ἰατρ. Ξενοκρ. Matthaei σ. 22.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γᾰληνίζω) <b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[estar en calma]] el mar τὸ γαληνίζον τῆς θαλάττης la calma del mar</i> Arist.<i>Pr</i>.936<sup>a</sup>5, αὐτὸν ... εὔχεται λῆξαι πνέοντα καὶ γαληνίσαί ποτε fig. cóm. ref. a un glotón, Alex.183.6<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. ἐν τοῖς γαληνιζομένοις en los lugares donde no baten las olas</i> Xenocr.27<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas, c. suj. de pers. [[abandonarse a la calma del mar]] ὁ ἐν πελάγει γαληνιζόμενος Ast.Soph.<i>Hom</i>.20.20.<br /><b class="num">2</b> fig. [[estar tranquilo o sosegado]] ψυχὴ ... πέφυκε χαίρειν καὶ γ. πλὴν ἐπὶ σώματος ἡδοναῖς Epicur.429U., τὸ τῆς σοφίας [[εἶδος]] ... γαληνίζον Ph.1.354.<br /><b class="num">II</b> tr. [[calmar]] en procesos fisiológicos corporales ὅστις ... μέθῃ ταράσσει καὶ γαληνίζει φρένα E.<i>Fr</i>.1079.4, de humores en la digestión πληροῖ τὸ θερμὸν ἐν τῷ σώματι καὶ γαληνίζειν ποιεῖ Hp.<i>Vict</i>.2.56<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. [[calmarse]] γαληνίζεται διαχεόμενον τὸ πνεῦμα Hp.<i>Vict</i>.3.71.
}}
}}