γαληνίζω

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰληνίζω Medium diacritics: γαληνίζω Low diacritics: γαληνίζω Capitals: ΓΑΛΗΝΙΖΩ
Transliteration A: galēnízō Transliteration B: galēnizō Transliteration C: galinizo Beta Code: galhni/zw

English (LSJ)

A calm, still, esp. waves or winds, Hp.Vict.3.71, E.Fr.1079.
2 intr., become calm, prob. in Hp. Morb.Sacr.13; to be calm or be tranquil, Alex.178.6, Ph.1.354; τὸ γαληνίζον τῆς θαλάττης Arist.Pr.936a5:—so in Med., Xenocr. ap. Orib.2.58.98.

Spanish (DGE)

(γᾰληνίζω) I intr.
1 estar en calma el mar τὸ γαληνίζον τῆς θαλάττης la calma del mar Arist.Pr.936a5, αὐτὸν ... εὔχεται λῆξαι πνέοντα καὶ γαληνίσαί ποτε fig. cóm. ref. a un glotón, Alex.183.6
tb. en v. med. ἐν τοῖς γαληνιζομένοις en los lugares donde no baten las olas Xenocr.27
en v. med.-pas, c. suj. de pers. abandonarse a la calma del mar ὁ ἐν πελάγει γαληνιζόμενος Ast.Soph.Hom.20.20.
2 fig. estar tranquilo o sosegado ψυχὴ ... πέφυκε χαίρειν καὶ γ. πλὴν ἐπὶ σώματος ἡδοναῖς Epicur.429U., τὸ τῆς σοφίας εἶδος ... γαληνίζον Ph.1.354.
II tr. calmar en procesos fisiológicos corporales ὅστις ... μέθῃ ταράσσει καὶ γαληνίζει φρένα E.Fr.1079.4, de humores en la digestión πληροῖ τὸ θερμὸν ἐν τῷ σώματι καὶ γαληνίζειν ποιεῖ Hp.Vict.2.56
en v. med.-pas. calmarse γαληνίζεται διαχεόμενον τὸ πνεῦμα Hp.Vict.3.71.

German (Pape)

[Seite 471] windstill machen, beruhigen, Hippocr.; erheitern, Eur. frg. Stob. flor. 113, 5; – intrans., ruhig, heiter sein, Alexis bei Ath. IX, 421 e; καὶ χαίρειν Plut. non posse 4; vgl. B. A. 32.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαληνίζω γαλήνη kalmeren, rustig maken.

Russian (Dvoretsky)

γᾰληνίζω:
1 успокаивать, умиротворять (φρένα Eur.);
2 Arst., Plut. = γαληνιάω.

Greek (Liddell-Scott)

γαληνίζω: ποιῶ γαλήνιον, καθησυχάζω, κατασιγάζω· ἰδίως τὰ κύματα ἢ τοὺς ἀνέμους, Ἱππ. 369. 54, Εὐρ. Ἀδήλ. 47. 2) ἀμετάβ., εἶμαι γαλήνιος, ἥσυχος, Ἄλεξ. Παρασ. 1 (ἔνθα ἴδε Meineke)· τὸ γαληνίζον τῆς θαλάττης Ἀριστ. Προβλ. 23. 41·― οὕτω παρ᾽ Ἰατρ. Ξενοκρ. Matthaei σ. 22.

Greek Monolingual

(AM γαληνίζω) γαλήνη
γίνομαι γαλήνιος, ημερεύω.