ἀναπόλυτος: Difference between revisions

big3_4
(6_18)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπόλῠτος''': -ον, ὁ μὴ ἀπολελυμένος, ὁ μὴ δυνάμενος ν’ ἀπολυθῇ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 13. 15. ― Ἐπίρρ. -τως Γαλην. τόμ. 13, σ. 183.
|lstext='''ἀναπόλῠτος''': -ον, ὁ μὴ ἀπολελυμένος, ὁ μὴ δυνάμενος ν’ ἀπολυθῇ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 13. 15. ― Ἐπίρρ. -τως Γαλην. τόμ. 13, σ. 183.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no puede separarse]], [[fijo]]de unos moluscos que viven adheridos a la roca, Arist.<i>HA</i> 599<sup>a</sup>15.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[fija]], [[tenazmente]] τοῖς ὠσὶν ἐμπλάττεται ἀναπολύτως se adhiere fijamente a los oídos</i> Gal.12.8.
}}
}}