ἀναπόλυτος
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ἀναπόλυτον, not able to get loose, sessile, Arist.HA599a15. Adv. ἀναπολύτως Gal.12.8.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede separarse, fijo de unos moluscos que viven adheridos a la roca, Arist.HA 599a15.
2 adv. -ως fija, tenazmente τοῖς ὠσὶν ἐμπλάττεται ἀναπολύτως se adhiere fijamente a los oídos Gal.12.8.
German (Pape)
[Seite 203] nicht aufgelös't, unauflöslich, Arist. B. A. 8, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόλῠτος: -ον, ὁ μὴ ἀπολελυμένος, ὁ μὴ δυνάμενος ν’ ἀπολυθῇ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 13. 15. ― Ἐπίρρ. -τως Γαλην. τόμ. 13, σ. 183.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπόλῠτος: нерастворимый Arst.