ἀποσχάζω: Difference between revisions

big3_6
(6_6)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσχάζω''': ἐντονώτερον τοῦ [[σχάζω]], [[χαράσσω]], ἀνοίγω, ἀπ. [[φλέβα]], Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 4, 3: ― Παθ., Ἱππ. Προγν. 45· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποσχάσαι· διαρρῆξαι, διαλῦσαι, φλεβοτομῆσαι»: πρβλ. [[ἀποσχάω]]. ΙΙ. χαλαρώνω, ἀποσχάζουσι τὴν σχαστηρίαν Ἥρων Βελοπ. 130.
|lstext='''ἀποσχάζω''': ἐντονώτερον τοῦ [[σχάζω]], [[χαράσσω]], ἀνοίγω, ἀπ. [[φλέβα]], Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 4, 3: ― Παθ., Ἱππ. Προγν. 45· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποσχάσαι· διαρρῆξαι, διαλῦσαι, φλεβοτομῆσαι»: πρβλ. [[ἀποσχάω]]. ΙΙ. χαλαρώνω, ἀποσχάζουσι τὴν σχαστηρίαν Ἥρων Βελοπ. 130.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> medic. [[sajar]], [[cortar]], [[escarificar]] φλέβα Hp.<i>Morb</i>.1.28, Arist.<i>HA</i> 514<sup>b</sup>2, ἀποσχάζοντες τὰ ... κῶλα Gal.10.883, cf. 884, en v. pas. οἱ δὲ γαργαρεῶνες ἐπικίνδυνοι ... ἀποσχάζεσθαι Hp.<i>Prog</i>.23<br /><b class="num">•</b>abs. [[hacer una incisión o escara]] Hp.<i>Nat.Mul</i>.5, <i>Mul</i>.2.144, Crates Com.46, Antyll. en Orib.7.18.2, Gal.10.952, Poll.4.183.<br /><b class="num">2</b> [[soltar]], [[desatar]] σχατηρίαν Hero <i>Bel</i>.79.3<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[poner en movimiento]] una máquina, Hero <i>Aut</i>.20.4.
}}
}}