ἀποσχάζω
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
stronger form of σχάζω, ἀ. φλέβα
A open a vein, Crates Com.41, Arist.HA514b2:—Pass., to be lanced, of a γαργαρεών, Hp. Prog.23.
2 scarify, Antyll. ap. Orib.7.18.2.
II let go, σχαστηρίαν HeroBel.79.3:—Med., let go a stage machine, Id.Aut.20.4.
Spanish (DGE)
1 medic. sajar, cortar, escarificar φλέβα Hp.Morb.1.28, Arist.HA 514b2, ἀποσχάζοντες τὰ ... κῶλα Gal.10.883, cf. 884, en v. pas. οἱ δὲ γαργαρεῶνες ἐπικίνδυνοι ... ἀποσχάζεσθαι Hp.Prog.23
•abs. hacer una incisión o escara Hp.Nat.Mul.5, Mul.2.144, Crates Com.46, Antyll. en Orib.7.18.2, Gal.10.952, Poll.4.183.
2 soltar, desatar σχατηρίαν Hero Bel.79.3
•en v. med. poner en movimiento una máquina, Hero Aut.20.4.
German (Pape)
[Seite 329] die Ader öffnen, Hippocr.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσχάζω: рассекать, вскрывать (φλέβα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσχάζω: ἐντονώτερον τοῦ σχάζω, χαράσσω, ἀνοίγω, ἀπ. φλέβα, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 4, 3: ― Παθ., Ἱππ. Προγν. 45· καθ’ Ἡσύχ. «ἀποσχάσαι· διαρρῆξαι, διαλῦσαι, φλεβοτομῆσαι»: πρβλ. ἀποσχάω. ΙΙ. χαλαρώνω, ἀποσχάζουσι τὴν σχαστηρίαν Ἥρων Βελοπ. 130.
Greek Monolingual
ἀποσχάζω (Α) σχάζω
1. ανοίγω, διανοίγω
2. σχεδιάζω, χαράζω
3. χαλαρώνω.