δύσκλεια: Difference between revisions

big3_12
(Bailly1_2)
(big3_12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mauvaise réputation ; ignominie;<br /><b>2</b> mauvais bruit.<br />'''Étymologie:''' [[δυσκλεής]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mauvaise réputation ; ignominie;<br /><b>2</b> mauvais bruit.<br />'''Étymologie:''' [[δυσκλεής]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[mala fama]], [[deshonra]], [[ignominia]] δ. γυναικός Gorg.B 11.21, op. εὔκλεια X.<i>Cyn</i>.13.12, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ S.<i>Ai</i>.143, φιλεῖ γὰρ ἡ δ. ... νικᾶν ἐπ' αἰσχροῖς S.<i>Fr</i>.188, οἱ δ' ... δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν E.<i>Med</i>.218, de Heracles, E.<i>HF</i> 1152, τῷ τ' Εὐρώτᾳ δ. E.<i>Tr</i>.133, δ. ... βαρβάρων λεχέων E.<i>Hel</i>.1506, δ. ἐς [[ἀεί]] E.<i>Or</i>.830, τὴν δύσκλειαν [[αὐτοῦ]] ἀφανίσαι Th.3.58, cf. Plu.<i>Cat.Mi</i>.73, op. κλέος τε καὶ ἔπαινος Pl.<i>Lg</i>.663a, ἐν σκότει καὶ πολλῇ δυσκλείᾳ D.60.24, οἱ δὲ ἀνδρογύνων ... δύσκλειαν οἴσονται Ph.1.183, δυσκλείας γέμοντα βίον Ph.1.489, τὴν προσπεσοῦσαν δύσκλειαν ... τῷ στρατῷ I.<i>AI</i> 5.360, cf. Vett.Val.389.17, ἡ δ. ἡ ἐν αὐτῷ ... συμβᾶσα D.C.62.23.2, δ.· ἡ [[ἀδοξία]] <i>Anecd.Ludw</i>.16.7.
}}
}}