Anonymous

δύσκλεια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσκλεια''': ἡ, κακὴ [[φήμη]], [[δυσφημία]], καταισχύνη, Σοφ. Ἀποσπ. 196, Εὐρ. Μηδ. 218, Θουκ. 3. 58, Πλάτ. Νόμ. 653Α· ἐπὶ δυσκλείᾳ, πρὸς καταισχύνην, Σοφ. Αἴ. 143. ΙΙ. [[ἀδοξία]], Δημ. 1396. 18.
|lstext='''δύσκλεια''': ἡ, κακὴ [[φήμη]], [[δυσφημία]], καταισχύνη, Σοφ. Ἀποσπ. 196, Εὐρ. Μηδ. 218, Θουκ. 3. 58, Πλάτ. Νόμ. 653Α· ἐπὶ δυσκλείᾳ, πρὸς καταισχύνην, Σοφ. Αἴ. 143. ΙΙ. [[ἀδοξία]], Δημ. 1396. 18.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mauvaise réputation ; ignominie;<br /><b>2</b> mauvais bruit.<br />'''Étymologie:''' [[δυσκλεής]].
}}
}}