δύσχρως: Difference between revisions

big3_12
(6_23)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, κακὸν ἔχων [[χρῶμα]], κακῶς κεχρωματισμένος, «ξεθωριασμένος», Ἱππ. Κωακ. 137.
|lstext='''δύσχρως''': -ωτος, ὁ, ἡ, κακὸν ἔχων [[χρῶμα]], κακῶς κεχρωματισμένος, «ξεθωριασμένος», Ἱππ. Κωακ. 137.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ωτος [[pálido]] οἱ ληθαργικοί Hp.<i>Coac</i>.136.
}}
}}