δύσχρως

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσχρως Medium diacritics: δύσχρως Low diacritics: δύσχρως Capitals: ΔΥΣΧΡΩΣ
Transliteration A: dýschrōs Transliteration B: dyschrōs Transliteration C: dyschros Beta Code: du/sxrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, of a bad colour, discoloured, Id.Coac.136.

Spanish (DGE)

-ωτος pálido οἱ ληθαργικοί Hp.Coac.136.

German (Pape)

[Seite 691] ωτος, von übler Farbe, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δύσχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, κακὸν ἔχων χρῶμα, κακῶς κεχρωματισμένος, «ξεθωριασμένος», Ἱππ. Κωακ. 137.

Greek Monolingual

δύσχρως (-ωτος), ο, η (Α)
ο δύσχρους.