ἐγκαυστικός: Difference between revisions

big3_13
(6_11)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκαυστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἔγκαυσιν· ἡ ἐγκαυστικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) ἡ [[τέχνη]] τοῦ ζωγραφεῖν δι’ ἐγκαύσεως (πρβλ. [[ἐγκαίω]]), Πλίν. Η. Ν. 35. 39.
|lstext='''ἐγκαυστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἔγκαυσιν· ἡ ἐγκαυστικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) ἡ [[τέχνη]] τοῦ ζωγραφεῖν δι’ ἐγκαύσεως (πρβλ. [[ἐγκαίω]]), Πλίν. Η. Ν. 35. 39.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[pintado al encausto]] ἐγκαυστικὰ χρήματα prob. ref. a obras de arte u objetos, Io.Mal.<i>Chron</i>.12.294<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ ἐ. [[técnica de pintura al encausto]] Plin.<i>HN</i> 35.122.<br /><b class="num">2</b> medic. [[ardiente]] de la fiebre [[alta]] πυρετοί Herod.Med. en Aët.5.133.
}}
}}