3,244,006
edits
(6_2) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνοπλίζω''': [[προσαρμόζω]] εἰς, στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην, «τὴν ἰσχυρὰν κώπην ἐνοπλίσουσι ταῖς χερσίν, ἀντιστρόφως δὲ εἶπεν, ἀντὶ τοῦ τὰς χεῖρας ἐνοπλίσουσι ταῖς στερραῖς κώπαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 205. | |lstext='''ἐνοπλίζω''': [[προσαρμόζω]] εἰς, στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην, «τὴν ἰσχυρὰν κώπην ἐνοπλίσουσι ταῖς χερσίν, ἀντιστρόφως δὲ εἶπεν, ἀντὶ τοῦ τὰς χεῖρας ἐνοπλίσουσι ταῖς στερραῖς κώπαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 205. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[armar con]], [[tomar como arma]] c. ac. de obj. int. στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην Lyc.205<br /><b class="num">•</b>[[armar]] c. ac. de la parte εὔοπλος ἀνὴρ ... ἐνοπλίσει αὐτὸν (τὸν πόδα) Hippol.<i>Fr.in Gen</i>.71.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med. [[vestirse las armas]], [[armarse]] πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι καὶ ἐνωπλίσαντο καὶ ὠρχήσαντο Ath.16a<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[armado]], [[preparado para el combate]] ἐνωπλισμένοι εἰς παράταξιν LXX <i>Nu</i>.31.5, cf. 32.29, Aq.<i>Ex</i>.13.18, οἱ μάχιμοι παραπορευέσθωσαν ἐνωπλισμένοι ἐναντίον κυρίου LXX <i>Io</i>.6.7, ἐνωπλισμένον ἄγγελον Ph.1.145<br /><b class="num">•</b>como sinón. de [[estar en campaña]], [[guerrear]] ἐν αὐτῇ γὰρ (χειμῶνος ὥρᾳ) οὔτε ἐνοπλίζονται οὔτε γεωργοῦσι Lyd.<i>Mens</i>.4.158. | |||
}} | }} |