ἐντυλόομαι: Difference between revisions

big3_15
(6_23)
(big3_15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντυλόομαι''': καθίσταμαι [[τυλώδης]], σκληρύνομαι, ἐπὶ τυλώδους οἰδήματος, Διοσκ. 2. 45.
|lstext='''ἐντυλόομαι''': καθίσταμαι [[τυλώδης]], σκληρύνομαι, ἐπὶ τυλώδους οἰδήματος, Διοσκ. 2. 45.
}}
{{DGE
|dgtxt=medic. [[endurecerse]], [[encallecerse]] τύλοι ... ἐντετυλωμένοι ref. los empeines de los caballos, Dsc.2.43 (cód., v. [[ἐντυπόω]] II 1), de fisuras en el cuerpo, Orib.50.10.3.
}}
}}