ψευδομάρτυς: Difference between revisions

47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=υρος (ὁ) :<br />celui qui repose sur un faux témoignage.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[μάρτυς]].
|btext=υρος (ὁ) :<br />celui qui repose sur un faux témoignage.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[μάρτυς]].
}}
{{grml
|mltxt=-υρος, ο, η, ΝΜΑ, και [[ψευδομάρτυρας]] και [[ψευτομάρτυρας]], ο, Ν<br />[[μάρτυρας]] που συνειδητά δίνει ψευδή [[κατάθεση]], που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «[[είναι]] [[γνωστός]] [[ψευδομάρτυρας]]» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ [[εὗρον]], ΚΔ<br />γ. «ψευδομάρτυρες πολλοὺς κατ' ἐμοῡ παρασχόμενος ἐπιχειρεῑς ἐκβάλλειν με ἐκ τῆς οὐσίας», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]], -<i>υρος</i>].
}}
}}