ψευδομάρτυς

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδομάρτυς Medium diacritics: ψευδομάρτυς Low diacritics: ψευδομάρτυς Capitals: ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΣ
Transliteration A: pseudomártys Transliteration B: pseudomartys Transliteration C: psevdomartys Beta Code: yeudoma/rtus

English (LSJ)

ῠρος, ὁ, false witness, pl. in Gorg.Pal.23, Pl.Grg. 472b, Critias 61: sg., IG5(2).357.4 (Stymphalus, iii B.C.): ψευδομάρτυρες τοῦ θεοῦ false witnesses about God, 1 Ep.Cor.15.15; as adjective, τὰν δίκαν τὰν ψευδομάρτυρα the action for false witness, IGl.c. l. 8; ψ. τιμαί honours attesting no real merit, Plu.2.821f.

German (Pape)

[Seite 1394] υρος, ὁ, = ψευδομάρτυρ.

French (Bailly abrégé)

υρος (ὁ) :
celui qui repose sur un faux témoignage.
Étymologie: ψευδής, μάρτυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδομάρτυς -υρος, ὁ [ψευδής, μάρτυς] valse getuige.

Greek Monolingual

-υρος, ο, η, ΝΜΑ, και ψευδομάρτυρας και ψευτομάρτυρας, ο, Ν
μάρτυρας που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση, που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «είναι γνωστός ψευδομάρτυρας» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ εὗρον, ΚΔ
γ. «ψευδομάρτυρες πολλοὺς κατ' ἐμοῦ παρασχόμενος ἐπιχειρεῖς ἐκβάλλειν με ἐκ τῆς οὐσίας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + μάρτυς, -υρος].

Greek Monotonic

ψευδομάρτυς: -ῠρος, ὁ, ψευδής μάρτυρας, ψεύδορκος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδομάρτυς: -ῠρος, ὁ, ψευδὴς μάρτυς, Πλάτ. Γοργ. 472Β· - ὡς ἐπίθ., αἱ ἀπὸ θεάτρων .. ψευδώνυμοι τιμαὶ καὶ ψευδομάρτυρες, τιμαὶ στηριζόμεναι ἐπὶ ψεύδους, Πλούτ. 2. 821F· μόνον εὕρηται ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. ς΄, 152.

Middle Liddell

ψευδο-μάρτυς, ῠρος, ὁ,
a false witness, Plat.

Mantoulidis Etymological

-υροςἈπ' τό ψευδής + μάρτυς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ψεύδω.

Translations

Ancient Greek: ψευδομάρτυς; Bulgarian: лъжесвидетел; Czech: křivopřísežník; Finnish: valapatto; French: faux témoin, parjure; German: Meineidige; Irish: ainteastach; Italian: spergiuro, spergiura; Maori: kaioati teka; Norwegian: løftebryter; Old English: mānswara; Russian: лжесвидетель, клятвопреступник; Spanish: perjurador, perjuradora; Swedish: menedare