adjudge
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
decide: P. and V. δικάζειν, διαγιγνώσκειν, κρίνειν, διαιρεῖν.
assign as judge: P. ἐπιδικάζειν (τί, τινι), V. κρίνειν (τί, τινι); see assign.
decide: P. and V. δικάζειν, διαγιγνώσκειν, κρίνειν, διαιρεῖν.
assign as judge: P. ἐπιδικάζειν (τί, τινι), V. κρίνειν (τί, τινι); see assign.