bedekking
Dutch > Greek
καλυπτήρ, καταστέγασμα, κύτος, περικαλυφή, περίπτυγμα, προκάλυμμα, σάγμα, σκέπανον, σκέπασμα, σκέπη, στεγάνα, στέγασμα, στέγαστρον
καλυπτήρ, καταστέγασμα, κύτος, περικαλυφή, περίπτυγμα, προκάλυμμα, σάγμα, σκέπανον, σκέπασμα, σκέπη, στεγάνα, στέγασμα, στέγαστρον