στέγαστρον
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
τό,
A covering, cover, wrapper, especially of leather (Poll. 10.180), A.Ch.992(984), Fr.367, Plu.Crass.3, POxy.109.20 (iii/iv A.D.); = segestrum, Glossaria; cf. Varro LL5.166.
2 place in which to hide or keep anything, receptacle, Antiph.52.9.
German (Pape)
[Seite 932] τό, Decke, Aesch. Ch. 978, Plut. Crass. 3, auch bedeckter Wagen od. Sänfte; πλατύ, ein Behältniß, Etwas zu verbergen, Antiphan. bei Ath. X, 449 c.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 couverture;
2 voiture couverte, fourgon.
Étymologie: στεγάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στέγαστρον -ου, τό [στεγάζω] bedekking.
Russian (Dvoretsky)
στέγαστρον: τό
1 покров, покрывало Aesch.;
2 крытые носилки Plut.
Greek Monotonic
στέγαστρον: τό (στεγάζω), κάλυμμα, σκέπασμα, περιτύλιγμα, σε Αισχύλ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
στέγαστρον: τό, κάλυμμα, σκέπασμα, εἴλημα, περιτύλιγμα, Αἰσχύλ. Χο. 984, Ἀποσπ. 355· μάλιστα ἐκ δέρματος, Λατ. segestre, Πλουτ. Κράσσ. 3. 2) τόπος ἐν ᾧ δύναταί τις νὰ κρύψῃ ἢ φυλάξῃ τι, ἀποθήκη, δοχεῖον, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφρ.» 1. 9. 3) ἐστεγασμένη ἅμαξα, πρβλ. Varro L. L. 5. 166.
Middle Liddell
στέγαστρον, ου, τό, στεγάζω
a covering, cover, wrapper, Aesch., Plut.