conjurar
Spanish > Greek
ἐνορκέω, ἀποτροπάομαι, διορκίζω, ἀποδιοπομπέομαι, ἀποπέμπω, ἀποπομπέω, ἀποτρέπω, ἐνορκίζω, ἀποτροπιάζω, ἐνεύχομαι, ἐκθύω, ἐξαπεύχομαι
ἐνορκέω, ἀποτροπάομαι, διορκίζω, ἀποδιοπομπέομαι, ἀποπέμπω, ἀποπομπέω, ἀποτρέπω, ἐνορκίζω, ἀποτροπιάζω, ἐνεύχομαι, ἐκθύω, ἐξαπεύχομαι