defame
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. διαβάλλω, διαβάλλειν, κακῶς λέγω, κακῶς λέγειν, λοιδορεῖν (or mid. with dat.), ὑβρίζειν, Ar. and P. συκοφαντεῖν, P. διασύρω, διασύρειν, βασκαίνειν, βλασφημεῖν (εἰς, acc. or κατά, gen.), V. κακοστομεῖν, δυστομεῖν; see abuse.