designedly
English > Greek (Woodhouse)
adverb
P. and V. ἐκ προνοίας (Euripides, Hercules Furens 598), Ar. and P. ἐξεπίτηδες, ἐπίτηδες, P. βεβουλευμένως, ἐσκεμμένως, ἐκ παρασκευῆς.
P. and V. ἐκ προνοίας (Euripides, Hercules Furens 598), Ar. and P. ἐξεπίτηδες, ἐπίτηδες, P. βεβουλευμένως, ἐσκεμμένως, ἐκ παρασκευῆς.