difícil de digerir
Spanish > Greek
δυσδιοίκητος, δυσέψανος, ἀδιαπόνητος, δυσδιάφθαρτος, δυσδιοικονόμητος, δυσοικονόμητος, δυσδιάκριτος, δυσέκκριτος, δυσδιαίρετος, δυσδιαφόρητος
δυσδιοίκητος, δυσέψανος, ἀδιαπόνητος, δυσδιάφθαρτος, δυσδιοικονόμητος, δυσοικονόμητος, δυσδιάκριτος, δυσέκκριτος, δυσδιαίρετος, δυσδιαφόρητος