diligence

English > Greek (Woodhouse)

substantive

P. φιλεργία, ἡ, φιλοπονία, ἡ.

care: P. ἐπιμέλεια, ἡ, μελέτη, ἡ.

zeal: P. and V. σπουδή, ἡ, προθυμία, ἡ.