geselen
Dutch > Greek
διαμαστιγόω, ἐκμαστιγόω, ἐναικίζω, θωμίζω, ἱμάσσω, ἱμάττω, καταμαστιγόω, μαστιάω, μαστιγόω, μαστίζω, μαστίσδω, μαστίω, φραγγελόω
διαμαστιγόω, ἐκμαστιγόω, ἐναικίζω, θωμίζω, ἱμάσσω, ἱμάττω, καταμαστιγόω, μαστιάω, μαστιγόω, μαστίζω, μαστίσδω, μαστίω, φραγγελόω