graciousness
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. εὔνοια, ἡ, εὐμένεια, ἡ, P. φιλοφροσύνη, ἡ, V. πρευμένεια, ἡ.
kindness: P. φιλανθρωπία, ἡ, πραότης, ἡ; see kindness, affability.
P. and V. εὔνοια, ἡ, εὐμένεια, ἡ, P. φιλοφροσύνη, ἡ, V. πρευμένεια, ἡ.
kindness: P. φιλανθρωπία, ἡ, πραότης, ἡ; see kindness, affability.