grama

Latin > German (Georges)

grāma, ae, f., die Augenbutter = λήμη, Gloss. II, 35, 1.

Spanish > Greek

ἀγρία, ἀνουφί, ἁμαξῖτις, αἰγικόν, τὸ αἰγικόν, ἄγρωστος, ἄγρωστις, δάκτυλος